Γιώργος Χριστόπουλος : Η ΔΕΔ άνοιξε το δρόμο για νομοθετική λύση στο πρόβλημα των προστίμων αμελητέων ποσών φόρου προς απόδοση σε εκπρόθεσμη δήλωση παρακρατούμενων φόρων-τελών.

Ι. Η σημασία των αποφάσεων της ΔΕΔ:

Η αρχή της χρηστής διοίκησης και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου στη Δημόσια Διοίκηση που συσχετίζεται με την αρχή της καλής πίστης, την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και την αρχή της νομιμότητας, είναι η θεμελιωτική βάση στις πρόσφατες αποφάσεις της ΔΕΔ που ακύρωσε και άλλα πρόστιμα 250 ευρώ για εκπρόθεσμες δηλώσεις ΦΜΥ με αμελητέο ποσό φόρου προς απόδοση (0,20 ευρώ, 0,48 ευρώ!!).

Στην ουσία η ΔΕΔ για ακόμη μια φορά «εγκαλεί» τον προϊστάμενο της ΔΟΥ. Δηλαδή τη Διοίκηση, θυμίζοντας της τον παραπάνω κανόνα δικαίου που της παρέχει δέσμια αρμοδιότητα, καθώς η σχέση συμφωνίας του διοικητικού προστίμου προς τον εν λόγω κανόνα είναι αυστηρή και ότι απαιτεί από τη διοικητική αρχή να ασκήσει την αρμοδιότητά της, όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένη διάταξη, που να εφαρμόζεται επί του συγκεκριμένου θέματος.

Της δυσαρμονίας δηλαδή του προστίμου των 250 ευρώ ή 500 ευρώ σε σχέση με αμελητέα ποσά φόρου προς απόδοση.

Στις περιπτώσεις αυτές, τις γενικές αρχές επικαλούνται οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και οι αποφάσεις των υπολοίπων διοικητικών δικαστηρίων στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού.

Συνεπώς η φορολογική Διοίκηση και ο Υφυπουργός Οικονομικών πρέπει να ρυθμίσουν νομοθετικά το κενό αυτό:

Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ παρά την παραπάνω δέσμια αρμοδιότητα, και εξαιτίας της αυτοματοποιημένης διαδικασίας, δεν μπορεί να μην επιβάλει το προβλεπόμενο διαδικαστικό πρόστιμο των 250 ή 500 ευρώ (ανάλογα με τις περιπτώσεις απλογραφικών η διπλογραφικών βιβλίων).

Άρα τι πρέπει να γίνει; Να έλθει ο Υφυπουργός Απόστολος Βεσυρόπουλος με τον Διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργο Πιτσιλή, είτε μετά από τις εν λόγω αποφάσεις της ΔΕΔ (οίκοθεν), είτε αφού το ζητήσουν θεσμικά φορείς των επιχειρήσεων, ή το ΟΕΕ, ή η ΠΟΦΕΕ και να ασκήσουν τη ρυθμιστική εξουσία που τους παρέχουν οι οικείες διατάξεις, τηρώντας κατά γράμμα τις επιταγές τους. Πιο κάτω υπερασπίζομαι την πρόταση και από νομοθετική πρόβλεψη που ήδη υπάρχει στο άρθρο 38 παρ. 6 του ΦΠΑ (ν. 2859/2000), που ρυθμίζει ένα όμοιο θέμα για το ΦΠΑ.

Να σημειωθεί ότι πολύ πριν τις εν λόγω αποφάσεις της ΔΕΔ, είμαι σε θέση να γνωρίζω (σημ. ως υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων και τύπου που υπηρέτησα ως μέλος του ΔΣ της ΠΟΦΕΕ), ότι το αίτημα αυτό ως αναγκαιότητα νομοθετικής ρύθμισης επαναλαμβάνεται σε αρκετά υπομνήματα της Ομοσπονδίας με αποφάσεις των ολομελειών των Ενώσεων της, μαζί με τα υπόλοιπα θέματα του κλάδου. Να σημειωθεί ότι και η ρύθμιση με το άρθρο 77 του φετινού νόμου 4916/2022 (ΦΕΚ Α’ 65/28.03.2022), να μην επιβάλλονται τα διαδικαστικά πρόστιμα του άρθρου 54 του ΚΦΔΝ. 4174/2013, σε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης τροποποιητικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικού προσώπου, από την οποία το επιπλέον ποσό φόρου που προκύπτει προς καταβολή, σε σχέση με την αρχική δήλωση, είναι έως 100 ευρώ, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι και ο κος Πιτσιλής και ο κος Βεσυρόπουλος κράτησαν την υπόσχεση στη διακαή και επίμονη τεκμηρίωση του ΔΣ της ΠΟΦΕΕ.

Αυτό σημαίνει ότι ως Διοικητικά όργανα, (Υπ. Οικον. και ΑΑΔΕ) εφόσον διαπιστώνουν ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, είναι υποχρεωμένα να εκδώσουν διοικητική πράξη που περιέχει ρύθμιση, την οποία προκαθορίζει ο παραπάνω κανόνας δικαίου. Και τούτο γιατί εν προκειμένω, η Διοίκηση λαμβάνει αποφάσεις τις οποίες της έχει υπαγορεύσει εκ των προτέρων ο κανόνας δικαίου. Το μοναδικό της καθήκον έγκειται στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία αιτιολογεί την απόφασή της.

ΙΙ. Η σχετική πρόταση:

Με βάση τα προαναφερθέντα έχει παρατηρηθεί σημαντικός αριθμός επιβαλλόμενων προστίμων για εκπρόθεσμες δηλώσεις απόδοσης παρακρατούμενων (Φ.Μ.Υ., Αμοιβών διοίκησης και για συμβουλευτικές υπηρεσίες) και επιρριπτόμενων φόρων (φόρος διαμονής στα ξενοδοχεία) – τελών (τέλος πλαστικής σακούλας), οι οποίες δηλώσεις υποβάλλονται μάλιστα σε διάστημα λίγων ημερών και έως 4 μηνών το πολύ μετά την ημερομηνία της εμπρόθεσμης υποβολής, με τα ποσά του αποδιδόμενου φόρου να ανέρχονται από λίγα λεπτά του ευρώ (π.χ. 0,60) και έως 15 ή και 30 ευρώ το πολύ.

Η επιβολή αυτών των προστίμων είναι πέραν από κάθε λογική για μικρά ποσά φόρου, τα οποία σε κάθε περίπτωση αποδίδονται αυτοβούλως σε εύλογο χρόνο (δεν αναφερόμαστε σε περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης). Και μάλιστα για το όποιο ποσό φόρου που αποδίδεται εκπρόθεσμα έχουν επιβληθεί οι τόκοι του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ. που αναλογούν και ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό η απόδοση του φόρου έρχεται στο χρόνο μηδέν (0), δηλαδή στο χρόνο της εμπρόθεσμης υποβολής.

Θα μπορούσε να δοθεί μια νομοθετική λύση για το παραπάνω θέμα, που να αφορά τους συγκεκριμένους φόρους και τέλη (παρακρατούμενους ή επιριπτόμενους), λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 6 του ΦΠΑ (ν. 2859/2000), που ρυθμίζει ένα όμοιο θέμα για το ΦΠΑ που είναι πολύ πιο σημαντικός σε όρους είσπραξης, τόσο σε απόλυτα νούμερα όσο και σε ποσοστό επί των συνόλου των έμμεσων φόρων που εισπράττει το Δημόσιο, όπου:

«6. Η διαφορά φόρου που προκύπτει στη δήλωση ΦΠΑ, αν είναι θετική και άνω των τριάντα (30) ευρώ καταβάλλεται στο Δημόσιο, αν είναι θετική μέχρι τριάντα (30) ευρώ μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολογική περίοδο».

Έτσι, θα μπορούσαν οι παραπάνω αναφερόμενοι φόροι – τέλη όταν το ύψος αυτών που προκύπτει σε κάποια περίοδο ανέρχεται έως 30 ευρώ το πολύ, είτε να μεταφέρονται σε επόμενη περίοδο που θα ξεπεραστεί το τιθέμενο όριο για να αποδοθούν, είτε να αποδίδονται το αργότερο μέχρι την καταληκτική ημερομηνία που υποβάλλεται η δήλωση της τελευταίας περιόδου που αφορά το κάθε συγκεκριμένο φορολογικό έτος. Ακόμη θα μπορούσαν να τεθούν δύο και μόνο περίοδοι (εξάμηνα) για την υποβολή δηλώσεων και την απόδοση των σχετικών ποσών (στις περιπτώσεις που τα ποσά προς απόδοση είναι μικρά), ώστε να αποφευχθεί μια μακρά περίοδος απόδοσης, που στην περίπτωση της απόδοσης των ποσών στο χρονικό όριο για την υποβολή δήλωσης της τελευταίας περιόδου που αφορά κάποιο φορολογικό έτος, η χρονική υστέρηση για την απόδοση των όποιων ποσών θα μπορούσε να φθάσει τους 10 – 11 μήνες.

 

 

 

 

* Ο Γιώργος Δ. Χριστόπουλος είναι Φοροτεχνικός – οικονομολόγος με συγγραφική και διδακτική εμπειρία.  Εκπρόσωπος τύπου και δημοσίων σχέσεων της ΠΟΦΕΕ, υπεύθυνος της επιστημονικής ομάδας της ΕΦΕΕΑ, φοροτεχνικός σύμβουλος της Ομοσπονδίας Βενζινοπωλών Ελλάδος, επιστημονικός συνεργάτης του Taxheaven, μέλος της «mental Group  Γ. Χριστόπουλος και Συνεργάτες», τ. καθηγητής ΤΕΙ.

e-mail: g.christopoulos@mental.gr